- κατατώ
- (λ. τού κρητ. ιδιώμ.)1. ησυχάζω, σταματώ τον αγώνα2. κατακάθομαι, καταπέφτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. κατέταξ-α τού κατατάσσω με υποχωρητικό σχηματισμό τού ενεστ. κατατάζω κατά το σχήμα χάραξα: χαράζω. Εν συνεχεία ο ενεστ. αυτός μεταπλάστηκε σε κατατώ κατά το σχήμα σπάζω: σπω].
Dictionary of Greek. 2013.